ημιόνειος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιόνειος]] και ιων. τ. ἡμιόνεος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («[[ἅμαξα]] [[ἡμιόνειος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κόπρος]] ἡμιονείη»<br />[[ἡμιονίς]], [[κοπριά]] ημιόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημίονος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κύκν</i>-<i>ειος</i>, <i>χελιδόν</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[ἡμιόνειος]] και ιων. τ. ἡμιόνεος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («[[ἅμαξα]] [[ἡμιόνειος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κόπρος]] ἡμιονείη»<br />[[ἡμιονίς]], [[κοπριά]] ημιόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημίονος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>κύκν</i>-<i>ειος</i>, <i>χελιδόν</i>-<i>ειος</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.)
2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη»
ἡμιονίς, κοπριά ημιόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα -ειος (πρβλ. κύκν-ειος, χελιδόν-ειος)].