θείωσις: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(16)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α) [[[θειώ]] (Ι)]<br />[[αποθέωση]].
|mltxt=η (Α) [[[θειώ]] (Ι)]<br />[[αποθέωση]].
}}
{{elru
|elrutext='''θείωσις:''' εως ἡ [[θειόω]] II] обожествление: οἱ τελούμενοι θειώσεως (v. l. διὰ θειώσεως) Plut. посвященные в божественные таинства.
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1192] ἡ, das Göttlichmachen, Plut. Is. et Os. 2, l. d.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
divinité.
Étymologie: θεῖος¹.

Greek Monolingual

η (Α) [[[θειώ]] (Ι)]
αποθέωση.

Russian (Dvoretsky)

θείωσις: εως ἡ θειόω II] обожествление: οἱ τελούμενοι θειώσεως (v. l. διὰ θειώσεως) Plut. посвященные в божественные таинства.