θεσσαλικός: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
(17) |
m (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θεσσαλικός]], -ή, -όν, Α και αττ. τ. [[θετταλικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη [[Θεσσαλία]] («θεσσαλική [[πεδιάδα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «θεσσαλικὸν ἔδος» — [[είδος]] καθίσματος ή ανακλίντρου<br /><b>2.</b> «θεσσαλικὴ [[ἔνθεσις]]» ή «θεσσαλικὰ | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θεσσαλικός]], -ή, -όν, Α και αττ. τ. [[θετταλικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη [[Θεσσαλία]] («θεσσαλική [[πεδιάδα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «θεσσαλικὸν ἔδος» — [[είδος]] καθίσματος ή ανακλίντρου<br /><b>2.</b> «θεσσαλικὴ [[ἔνθεσις]]» ή «θεσσαλικὰ δεῖπνα» — δείπνα με παροιμιώδη [[αφθονία]] για λαίμαργους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεσσαλικώς</i> και -<i>ά</i> (Α θεσσαλικῶς και θετταλικῶς)<br />[[κατά]] τρόπο θεσσαλικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Θεσσαλία]] ή [[Θεσσαλός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:26, 27 January 2022
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θεσσαλικός, -ή, -όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα»)
αρχ.
φρ.
1. «θεσσαλικὸν ἔδος» — είδος καθίσματος ή ανακλίντρου
2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή «θεσσαλικὰ δεῖπνα» — δείπνα με παροιμιώδη αφθονία για λαίμαργους.
επίρρ...
θεσσαλικώς και -ά (Α θεσσαλικῶς και θετταλικῶς)
κατά τρόπο θεσσαλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Θεσσαλία ή Θεσσαλός.