ιδιοφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰδιοφεγγής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτός που έχει δικό του [[φέγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], το «φως»), | |mltxt=[[ἰδιοφεγγής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτός που έχει δικό του [[φέγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], το «φως»), [[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-<i>φεγγής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φεγγής</i>]· | ||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰδιοφεγγής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο-φεγγής, χρυσο-φεγγής]·