ιεροστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱεροστάτης]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]] ιερών έργων ή [[επιμελητής]] του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[στάτης]], <i>χορο</i>-[[στάτης]]].
|mltxt=[[ἱεροστάτης]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]] ιερών έργων ή [[επιμελητής]] του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-[[στάτης]], <i>χορο</i>-[[στάτης]]].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱεροστάτης, ὁ (Α)
επιστάτης ιερών έργων ή επιμελητής του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι-στάτης, χορο-στάτης].