ιοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(17)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br />(για [[τόξο]]) αυτό που ρίχνει [[βέλος]], αυτό που τοξεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (II) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πυρο</i>-[[βόλος]], <i>σφαιρο</i>-[[βόλος]].———————— <b>(II)</b><br />-ο (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που χύνει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]], [[φαρμακερός]] («ιοβόλοι αδένες»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοβόλα</i><br />τα δηλητηριώδη ζώα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μοχθηρός]], [[συκοφάντης]], [[κακόβουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βέλος]]) βαμμένο με [[δηλητήριο]] ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — [[τίτλος]] έργου του Φιλουμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>φυλλο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br />(για [[τόξο]]) αυτό που ρίχνει [[βέλος]], αυτό που τοξεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (II) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πυρο</i>-[[βόλος]], <i>σφαιρο</i>-[[βόλος]].<br /><b>(II)</b><br />-ο (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που χύνει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]], [[φαρμακερός]] («ιοβόλοι αδένες»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοβόλα</i><br />τα δηλητηριώδη ζώα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μοχθηρός]], [[συκοφάντης]], [[κακόβουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βέλος]]) βαμμένο με [[δηλητήριο]] ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — [[τίτλος]] έργου του Φιλουμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>φυλλο</i>-[[βόλος]].
}}
}}

Revision as of 13:05, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ον (ΑΜ ἰοβόλος, -ον)
(για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο-βόλος, σφαιρο-βόλος.
(II)
-ο (ΑΜ ἰοβόλος, -ον)
1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός («ιοβόλοι αδένες»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοβόλα
τα δηλητηριώδη ζώα
3. μτφ. μοχθηρός, συκοφάντης, κακόβουλος
αρχ.
1. (για βέλος) βαμμένο με δηλητήριο ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες
2. φρ. «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — τίτλος έργου του Φιλουμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, φυλλο-βόλος.