ιπνοπλάθος: Difference between revisions
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰπνοπλάθος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εργάζεται σε κλίβανο ή σε κάμινο, ο [[κεραμέας]], ο [[τσουκαλάς]], ο [[κοροπλάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰπνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), | |mltxt=[[ἰπνοπλάθος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εργάζεται σε κλίβανο ή σε κάμινο, ο [[κεραμέας]], ο [[τσουκαλάς]], ο [[κοροπλάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰπνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. <i>λογο</i>-[[πλάθος]], <i>πηλο</i>-[[πλάθος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰπνοπλάθος, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται σε κλίβανο ή σε κάμινο, ο κεραμέας, ο τσουκαλάς, ο κοροπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο-πλάθος, πηλο-πλάθος].