ιμαντώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμαντώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με [[λουρί]], ο [[στερεός]] και [[ευλύγιστος]]<br />β) αυτός που μοιάζει με [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> (για αθλητές) [[νευρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -άντος <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυελλ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ογκ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=[[ἱμαντώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με [[λουρί]], ο [[στερεός]] και [[ευλύγιστος]]<br />β) αυτός που μοιάζει με [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> (για αθλητές) [[νευρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -άντος <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. <i>θυελλ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ογκ</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱμαντώδης, -ες (Α)
1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος
β) αυτός που μοιάζει με σχοινί
2. (για αθλητές) νευρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, ογκ-ώδης)].