ιχθυοτροφείο: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α | |mltxt=το (Α ἰχθυοτροφεῖον) [[ιχθυοτρόφος]]<br />[[κλειστός]] [[θαλάσσιος]], [[λιμναίος]] ή [[ποτάμιος]] [[χώρος]], ειδικά διαμορφωμένος για [[εκτροφή]] και [[αναπαραγωγή]] ψαριών [[είτε]] για εμπορική [[εκμετάλλευση]] [[είτε]] για επιστημονικούς σκοπούς, κν. [[διβάρι]] ή [[βιβάρι]] ή [[λιθάρι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 24 August 2022
Greek Monolingual
το (Α ἰχθυοτροφεῖον) ιχθυοτρόφος
κλειστός θαλάσσιος, λιμναίος ή ποτάμιος χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για εκτροφή και αναπαραγωγή ψαριών είτε για εμπορική εκμετάλλευση είτε για επιστημονικούς σκοπούς, κν. διβάρι ή βιβάρι ή λιθάρι.