λιμναίος
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λιμναῖος, -αία, -ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, -άδος) λίμνη
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, υπάρχει ή ζει σε λίμνη (α. «λιμναία φυτά» β. «λιμναίος πολιτισμός» γ. «ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους»
Ηρόδ.)
2. (για νερό) αυτό που λιμνάζει, στάσιμο
3. (για σκάφος) προορισμένο για λίμνη («οὐ γὰρ πλείονας οἷά τε φέρειν τὰ λιμναῖα σκάφη», Ηλιόδ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοποθεσία τών Αθηνών Λίμνες, κοντά στην Ακρόπολη, ή προέρχεται από αυτήν
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμναῖος
προσωνυμία του Διονύσου, από τον ναό του που βρισκόταν στην περιοχή Λίμνες
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμναία
προσωνυμία της Αρτέμιδος και της Δήμητρος
4. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Λιμναῖον
ο ναός της Αρτέμιδος που βρισκόταν στα σύνορα της Λακωνικής και της Μεσσηνίας
5. φρ. «λιμναῖα κρηνών τέκνα» — οι βάτραχοι.