κακοτροπεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοτροπεύομαι]] (Α) [[κακότροπος]]<br />φέρομαι με [[κακό]] τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς [[Χαλκίδα]]», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[κακοτροπεύομαι]] (Α) [[κακότροπος]]<br />φέρομαι με [[κακό]] τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς [[Χαλκίδα]]», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοτροπεύομαι:''' нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.).
}}
}}

Revision as of 11:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτροπεύομαι Medium diacritics: κακοτροπεύομαι Low diacritics: κακοτροπεύομαι Capitals: ΚΑΚΟΤΡΟΠΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kakotropeúomai Transliteration B: kakotropeuomai Transliteration C: kakotropeyomai Beta Code: kakotropeu/omai

English (LSJ)

   A deal perversely, πρός τινα Plb.5.2.9, cf. AB 354.

German (Pape)

[Seite 1304] = Folgdm, πρός τινα, Pol. 5, 2, 9; B. A. 354, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτροπεύομαι: ἀποθ. τῷ ἑπομ., πρός τινα Πολύβ. 5. 2, 9. ἴδε Α. Β. 354.

Greek Monolingual

κακοτροπεύομαι (Α) κακότροπος
φέρομαι με κακό τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς Χαλκίδα», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτροπεύομαι: нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.).