καταστείχω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
(19)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταστείχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]]<br /><b>2.</b> [[επιστρέφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στείχω]] «[[περπατώ]], [[βαδίζω]]»].
|mltxt=[[καταστείχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]]<br /><b>2.</b> [[επιστρέφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στείχω]] «[[περπατώ]], [[βαδίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταστείχω:''' μέλ. -ξω = [[κατέρχομαι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστείχω Medium diacritics: καταστείχω Low diacritics: καταστείχω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: katasteíchō Transliteration B: katasteichō Transliteration C: katasteicho Beta Code: katastei/xw

English (LSJ)

aor. 2 -έστῐχον,

   A = κατέρχομαι, AP9.298 (Antiphil.); return from exile, IG22.1113.12.

Greek (Liddell-Scott)

καταστείχω: μέλλ. -ξω, = κατέρχομαι, εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298· τινός, καταστείχοντι κελεύθου, ἐξ ὁδοῦ, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 230, καὶ ἐν Ἐπιγρ. CIA. III, 44. 12.

Greek Monolingual

καταστείχω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. επιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].

Greek Monotonic

καταστείχω: μέλ. -ξω = κατέρχομαι, σε Ανθ.