κατατρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατατρίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[τρίζω]]) (για ποντίκια) [[εκφέρω]] συνεχή τριγμό.
|mltxt=[[κατατρίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[τρίζω]]) (για ποντίκια) [[εκφέρω]] συνεχή τριγμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατατρίζω:''' [[σκληρίζω]] ή [[τσιρίζω]] [[δυνατά]], σε Βατραχομ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρίζω Medium diacritics: κατατρίζω Low diacritics: κατατρίζω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΙΖΩ
Transliteration A: katatrízō Transliteration B: katatrizō Transliteration C: katatrizo Beta Code: katatri/zw

English (LSJ)

strengthd. for τρίζω, Batr.88.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ τρίζω, περὶ τῶν μυῶν, Βατραχομυομ. 88.

French (Bailly abrégé)

pousser un petit cri aigu.
Étymologie: κατά, τρίζω.

Greek Monolingual

κατατρίζω (Α)
(επιτ. τ. του τρίζω) (για ποντίκια) εκφέρω συνεχή τριγμό.

Greek Monotonic

κατατρίζω: σκληρίζω ή τσιρίζω δυνατά, σε Βατραχομ.