Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατουλώ: Difference between revisions

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
(20)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κατουλῶ, -όω (Α)<br />[[συντελώ]] ώστε να κλείσει η [[πληγή]] και να σχηματιστεί [[ουλή]], να μείνει μόνο το [[σημάδι]] της, [[επουλώνω]] («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῑν κατουλώσαι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὐλῶ</i> «[[χαράσσω]], [[προξενώ]] ουλές»].
|mltxt=κατουλῶ, -όω (Α)<br />[[συντελώ]] ώστε να κλείσει η [[πληγή]] και να σχηματιστεί [[ουλή]], να μείνει μόνο το [[σημάδι]] της, [[επουλώνω]] («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῖν κατουλώσαι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὐλῶ</i> «[[χαράσσω]], [[προξενώ]] ουλές»].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

κατουλῶ, -όω (Α)
συντελώ ώστε να κλείσει η πληγή και να σχηματιστεί ουλή, να μείνει μόνο το σημάδι της, επουλώνω («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῖν κατουλώσαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐλῶ «χαράσσω, προξενώ ουλές»].