καυτήρας: Difference between revisions
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(20) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[καυτήρ]], -ῆρος) [[καίω]]<br />μετάλλινο [[εργαλείο]] ειδικό για καυτηριάσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[έγκαυμα]] από [[καυτηρίαση]], το [[στίγμα]] που αφήνει ο [[καυτηριασμός]] («ὁ δὲ [[τύπος]] | |mltxt=ο (ΑΜ [[καυτήρ]], -ῆρος) [[καίω]]<br />μετάλλινο [[εργαλείο]] ειδικό για καυτηριάσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[έγκαυμα]] από [[καυτηρίαση]], το [[στίγμα]] που αφήνει ο [[καυτηριασμός]] («ὁ δὲ [[τύπος]] τοῦ καυτῆρος ἔστω [[ἀλώπηξ]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καίει, [[καυστικός]] («ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα... Φάλαριν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> πυρακτωμένο [[σίδερο]] με το οποίο οι αρχαίοι ιατροί καυτηρίαζαν πάσχοντα [[σημεία]] του σώματος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:35, 15 February 2019
Greek Monolingual
ο (ΑΜ καυτήρ, -ῆρος) καίω
μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις
μσν.-αρχ.
το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῦ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.)
αρχ.
1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα... Φάλαριν», Πίνδ.)
2. πυρακτωμένο σίδερο με το οποίο οι αρχαίοι ιατροί καυτηρίαζαν πάσχοντα σημεία του σώματος.