κολοβόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(21)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κολοβόχειρ]], -ειρος, ὁ, ἡ (AM)<br />αυτός που έχει κολοβό [[χέρι]] ή χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστερό</i>-[[χειρ]], <i>καρτερό</i>-[[χειρ]])].
|mltxt=[[κολοβόχειρ]], -ειρος, ὁ, ἡ (AM)<br />αυτός που έχει κολοβό [[χέρι]] ή χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]] ([[πρβλ]]. <i>αριστερό</i>-[[χειρ]], <i>καρτερό</i>-[[χειρ]])].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κολοβόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἠκρωτηριασμένος τὴν χεῖρα, Ἑβδ. (Λευ. ΚΑ΄, 17).

Greek Monolingual

κολοβόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (AM)
αυτός που έχει κολοβό χέρι ή χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + χείρ (πρβλ. αριστερό-χειρ, καρτερό-χειρ)].