κομφετί: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(21)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κονφετί]], το<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα [[κομφετί]] ή [[κονφετί]]<br />μικρά στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από [[χαρτί]] που πετούν ο [[ένας]] στον [[άλλο]] [[κατά]] τις απόκριες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>confetti</i> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>confetti</i>, πληθ. του <i>confetto</i>].
|mltxt=και [[κονφετί]], το<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[κομφετί]] ή [[κονφετί]]<br />μικρά στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από [[χαρτί]] που πετούν ο [[ένας]] στον [[άλλο]] [[κατά]] τις απόκριες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>confetti</i> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>confetti</i>, πληθ. του <i>confetto</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

και κονφετί, το
συν. στον πληθ. τα κομφετί ή κονφετί
μικρά στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από χαρτί που πετούν ο ένας στον άλλο κατά τις απόκριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. confetti < ιταλ. confetti, πληθ. του confetto].