κοντοποδαρούσα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut

Menander, Monostichoi, 408
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />εκλεκτή [[ποικιλία]] της αχλαδιάς και του καρπού της, ο [[οποίος]] έχει [[κοντό]] και [[κάπως]] χονδρό μίσχο, αλλ. [[κοντούλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του <i>κοντο</i>-<i>πόδαρος</i> με εξειδικευμένη σημ. και την κατάλ. -<i>ούσα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>μαλλ</i>-<i>ούσα</i>, <i>χαμηλο</i>-<i>βλεπ</i>-<i>ούσα</i>)].
|mltxt=η<br />εκλεκτή [[ποικιλία]] της αχλαδιάς και του καρπού της, ο [[οποίος]] έχει [[κοντό]] και [[κάπως]] χονδρό μίσχο, αλλ. [[κοντούλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του <i>κοντο</i>-<i>πόδαρος</i> με εξειδικευμένη σημ. και την κατάλ. -<i>ούσα</i> ([[πρβλ]]. <i>ξανθο</i>-<i>μαλλ</i>-<i>ούσα</i>, <i>χαμηλο</i>-<i>βλεπ</i>-<i>ούσα</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
εκλεκτή ποικιλία της αχλαδιάς και του καρπού της, ο οποίος έχει κοντό και κάπως χονδρό μίσχο, αλλ. κοντούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του κοντο-πόδαρος με εξειδικευμένη σημ. και την κατάλ. -ούσα (πρβλ. ξανθο-μαλλ-ούσα, χαμηλο-βλεπ-ούσα)].