κοχλιακός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[κοχλίας]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοχλία του αφτιού (α. «κοχλιακό [[νεύρο]]» β. «[[κοχλιακός]] [[πόρος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cochlear</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>cochlea</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cochlea</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ar</i>].
|mltxt=-ή, -ό [[κοχλίας]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοχλία του αφτιού (α. «κοχλιακό [[νεύρο]]» β. «[[κοχλιακός]] [[πόρος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cochlear</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>cochlea</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cochlea</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ar</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό κοχλίας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοχλία του αφτιού (α. «κοχλιακό νεύρο» β. «κοχλιακός πόρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cochlear < αγγλ. cochlea (< λατ. cochlea < κοχλίας) + κατάλ. -ar].