κοψοχείλης: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κοψοχείλα<br />αυτός που έχει κομμένο το [[χείλος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χείλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σφιχτο</i>-<i>χείλης</i>, <i>χοντρο</i>-<i>χείλης</i>].
|mltxt=ο, θηλ. κοψοχείλα<br />αυτός που έχει κομμένο το [[χείλος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χείλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), [[πρβλ]]. <i>σφιχτο</i>-<i>χείλης</i>, <i>χοντρο</i>-<i>χείλης</i>].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοψοχείλα
αυτός που έχει κομμένο το χείλος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χείλης (< χείλος), πρβλ. σφιχτο-χείλης, χοντρο-χείλης].