κρυπτάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(22)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρυπτάζω]] (Α)<br />[[κρύβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος ενεστ. του [[κρύπτω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
|mltxt=[[κρυπτάζω]] (Α)<br />[[κρύβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος ενεστ. του [[κρύπτω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κρυπτάζω:''' Diod. v. l. = [[κρύπτω]].
}}
}}

Revision as of 23:18, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1515] Nebenform von κρύπτω, Sp., v. l. bei D. Sic. 4, 77.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτάζω: τύπος παράλληλος τῷ κρύπτω, Διόδ. 4. 77, κτλ. Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κρυπτάζω (Α)
κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του κρύπτω, κατά τα ρ. σε -άζω].

Russian (Dvoretsky)

κρυπτάζω: Diod. v. l. = κρύπτω.