φυσιολογικός: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(13)
 
(6_11)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=fusiologiko/s
|Beta Code=fusiologiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for inquiry into nature</b>, esp. <b class="b2">the nature of man</b>, Gal.19.351; φ. ἐπιστήμη <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>22p.468M.</span>; Subst., ὁ φ. <span class="bibl">Ph.1.139</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for inquiry into nature</b>, esp. <b class="b2">the nature of man</b>, Gal.19.351; φ. ἐπιστήμη <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>22p.468M.</span>; Subst., ὁ φ. <span class="bibl">Ph.1.139</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''φῠσιολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν φυσιολογίαν ἢ τὴν ἐξέτασιν τῆς φύσεως, [[μάλιστα]] δὲ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, φυσιολογικὸν ἰατρικῆς [[μέρος]] ἐν ᾧ περὶ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου διαλαμβάνομεν Γαλην. τ. 2, σ. 365· φυσιολογικὸν μὲν οὖν ἐστι τὸ περὶ τὴν θεωρίαν τῆς διοικούσης ἡμᾶς καὶ οἰκονομούσης δυνάμεως φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ὅροις Ἰατρ. 19, σ. 451 ἐν τέλει, ἔκδ. Kühn.· ὁ φυσιολογικὸς Φίλων 1. 139, κλπ.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιολογικός Medium diacritics: φυσιολογικός Low diacritics: φυσιολογικός Capitals: ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: physiologikós Transliteration B: physiologikos Transliteration C: fysiologikos Beta Code: fusiologiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for inquiry into nature, esp. the nature of man, Gal.19.351; φ. ἐπιστήμη Hierocl.in CA22p.468M.; Subst., ὁ φ. Ph.1.139.

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν φυσιολογίαν ἢ τὴν ἐξέτασιν τῆς φύσεως, μάλιστα δὲ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, φυσιολογικὸν ἰατρικῆς μέρος ἐν ᾧ περὶ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου διαλαμβάνομεν Γαλην. τ. 2, σ. 365· φυσιολογικὸν μὲν οὖν ἐστι τὸ περὶ τὴν θεωρίαν τῆς διοικούσης ἡμᾶς καὶ οἰκονομούσης δυνάμεως φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ὅροις Ἰατρ. 19, σ. 451 ἐν τέλει, ἔκδ. Kühn.· ὁ φυσιολογικὸς Φίλων 1. 139, κλπ.