κως: Difference between revisions
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
(22) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />κῶς, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[κώας]]<br /><b>2.</b> (στην Κόρινθο) [[δημόσια]] [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κῶες</i><br />οι φυλακισμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[κῶος]] (Ι)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />κῶς, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[κώας]]<br /><b>2.</b> (στην Κόρινθο) [[δημόσια]] [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κῶες</i><br />οι φυλακισμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[κῶος]] (Ι)].<br /><b>(II)</b><br />κῶς, κως (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>πώς</i>, <i>πως</i>. | ||
}} | }} |