μαυρέας: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαυρέας]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρη όψη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαῦρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαζ</i>-<i>έας</i>)].
|mltxt=[[μαυρέας]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρη όψη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαῦρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έας</i> ([[πρβλ]]. <i>μαζ</i>-<i>έας</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

μαυρέας, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρη όψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. -έας (πρβλ. μαζ-έας)].