λεχώος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[λεχώϊος]], -ον, θηλ. και [[λεχωϊάς]])<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λεχώνα]] ή στην περίοδο της λοχείας (α. «[[νύμφη]] [[λεχωϊάς]]» — [[λεχώνα]], <b>Νόνν.</b><br />β. «λεχώϊα δῶρα» — τα δώρα που προσφέρονταν σε [[λεχώνα]], Νίκαρχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεχώϊον</i><br /><i>ο</i> [[τόπος]] όπου γεννά μια [[γυναίκα]] («Ῥείης... λεχώϊον», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λεχώος]] <span style="color: red;"><</span> [[λεχώ]]-<i>ϊος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λεχώ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>. Το θηλ. [[λεχωϊάς]], με [[επίθημα]] -<i>ιάς</i>, -<i>ιάδος</i> ( | |mltxt=-α, -ο (Α [[λεχώϊος]], -ον, θηλ. και [[λεχωϊάς]])<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λεχώνα]] ή στην περίοδο της λοχείας (α. «[[νύμφη]] [[λεχωϊάς]]» — [[λεχώνα]], <b>Νόνν.</b><br />β. «λεχώϊα δῶρα» — τα δώρα που προσφέρονταν σε [[λεχώνα]], Νίκαρχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεχώϊον</i><br /><i>ο</i> [[τόπος]] όπου γεννά μια [[γυναίκα]] («Ῥείης... λεχώϊον», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λεχώος]] <span style="color: red;"><</span> [[λεχώ]]-<i>ϊος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λεχώ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>. Το θηλ. [[λεχωϊάς]], με [[επίθημα]] -<i>ιάς</i>, -<i>ιάδος</i> ([[πρβλ]]. <i>γενεθλ</i>-<i>ιάς</i>, <i>λειμων</i>-<i>ιάς</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λεχώϊος, -ον, θηλ. και λεχωϊάς)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο της λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» — λεχώνα, Νόνν.
β. «λεχώϊα δῶρα» — τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον
ο τόπος όπου γεννά μια γυναίκα («Ῥείης... λεχώϊον», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεχώος < λεχώ-ϊος < λεχώ + -ιος. Το θηλ. λεχωϊάς, με επίθημα -ιάς, -ιάδος (πρβλ. γενεθλ-ιάς, λειμων-ιάς)].