λυσσοδάκτης: Difference between revisions
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(23) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσσοδάκτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που δαγκώνει από [[λύσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δάκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), | |mltxt=[[λυσσοδάκτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που δαγκώνει από [[λύσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δάκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), [[πρβλ]]. <i>λαθρο</i>-<i>δάκτης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
λυσσοδάκτης: ὁ, ὁ ἐκ λύσσης δάκνων, λυσσοδάκτης κύων Κ. Μανασσ. ἐν Annu. des Etudes Gr. τ. IX, σ. 65.
Greek Monolingual
λυσσοδάκτης, ὁ (Μ)
αυτός που δαγκώνει από λύσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δάκτης (< δάκνω), πρβλ. λαθρο-δάκτης].