μεταιωρούμαι: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(24)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μεταιωροῡμαι, -έομαι (Α) [[αιωρούμαι]]<br />ανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε [[έξαρση]], μεταρσιώνομαι.
|mltxt=μεταιωοῦμαι, -έομαι (Α) [[αιωρούμαι]]<br />ανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε [[έξαρση]], μεταρσιώνομαι.
}}
}}

Revision as of 18:19, 24 October 2020

Greek Monolingual

μεταιωοῦμαι, -έομαι (Α) αιωρούμαι
ανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε έξαρση, μεταρσιώνομαι.