ναυμάχος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(26)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ναυμάχος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται στη [[θάλασσα]], αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[μονομάχος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
|mltxt=-ο (Α [[ναυμάχος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται στη [[θάλασσα]], αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[μονομάχος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυμάχος:''' (ᾰ) ведущий морское сражение Anth.
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 231] zur See kämpfend, eine Seeschlacht liefernd, Crinag. 25 (VII, 741). – Aber ναύμαχος, zum Schiffskampfe, zur Seeschlacht gehörig, ξυστά, zum Seekampfe brauchbare Lanzenschäfte, Il. 15, 389. 877, wie δορατα, Her. 7, 89; Plut. Marc. 12.

Greek Monolingual

-ο (Α ναυμάχος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται στη θάλασσα, αυτός που παίρνει μέρος σε ναυμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

ναυμάχος: (ᾰ) ведущий морское сражение Anth.