νυκτοβατία: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
(27) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτοβᾰτία''': ἡ, τὸ βαδίζειν κατὰ τὴν νύκτα, ἡ [[συνήθεια]] τοῦ νυκτοβάτου, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 366. | |lstext='''νυκτοβᾰτία''': ἡ, τὸ βαδίζειν κατὰ τὴν νύκτα, ἡ [[συνήθεια]] τοῦ νυκτοβάτου, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 366. 55· ἀλλ’ ἴδε Littré 6, σ. 656. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτοβατία]], ἡ (Α) [[νυκτοβάτης]]<br />[[νυκτοβασία]]. | |mltxt=[[νυκτοβατία]], ἡ (Α) [[νυκτοβάτης]]<br />[[νυκτοβασία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοβᾰτία: ἡ, τὸ βαδίζειν κατὰ τὴν νύκτα, ἡ συνήθεια τοῦ νυκτοβάτου, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 366. 55· ἀλλ’ ἴδε Littré 6, σ. 656.
Greek Monolingual
νυκτοβατία, ἡ (Α) νυκτοβάτης
νυκτοβασία.