νυκταλωπιώ: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
(27) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α νυκταλωπιῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πάσχω]] από [[νυκταλωπία]], [[βλέπω]] καλύτερα όταν το φως [[είναι]] λίγο και ασθενές, [[παρά]] όταν [[είναι]] άπλετο και ισχυρό<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσχω]] από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου [[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νυκτάλωψ]] «αυτός που βλέπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i>, δηλωτική ασθένειας ( | |mltxt=(Α νυκταλωπιῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πάσχω]] από [[νυκταλωπία]], [[βλέπω]] καλύτερα όταν το φως [[είναι]] λίγο και ασθενές, [[παρά]] όταν [[είναι]] άπλετο και ισχυρό<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσχω]] από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου [[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νυκτάλωψ]] «αυτός που βλέπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i>, δηλωτική ασθένειας ([[πρβλ]]. [[αρρωστιώ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 8 May 2023
Greek Monolingual
(Α νυκταλωπιῶ, -άω)
νεοελλ.
πάσχω από νυκταλωπία, βλέπω καλύτερα όταν το φως είναι λίγο και ασθενές, παρά όταν είναι άπλετο και ισχυρό
αρχ.
πάσχω από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτάλωψ «αυτός που βλέπει κατά τη διάρκεια της νύχτας» + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστιώ)].