νυκτίδρομος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(27) |
(3b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αιγοθηλόμορφων πτηνών της οικογένειας caprimulgidae. | |mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αιγοθηλόμορφων πτηνών της οικογένειας caprimulgidae. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτίδρομος:''' совершающий ночной бег (Eur. - v. l. к [[νυκτίβρομος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accomplit sa course la nuit.
Étymologie: νύξ, δραμεῖν.
Greek Monolingual
ο
ζωολ. γένος αιγοθηλόμορφων πτηνών της οικογένειας caprimulgidae.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίδρομος: совершающий ночной бег (Eur. - v. l. к νυκτίβρομος).