νοοβλαβής: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
(27)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοοβλαβής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει υποστεί [[βλάβη]] στο [[μυαλό]], [[φρενοβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), <b>πρβλ.</b> <i>φρενο</i>-<i>βλαβής</i>, <i>ψυχο</i>-<i>βλαβής</i>].
|mltxt=[[νοοβλαβής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει υποστεί [[βλάβη]] στο [[μυαλό]], [[φρενοβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), <b>πρβλ.</b> <i>φρενο</i>-<i>βλαβής</i>, <i>ψυχο</i>-<i>βλαβής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>am [[Verstande]] [[beschädigt]], [[verrückt]]</i>, Nonn.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

νοοβλᾰβής: -ές, ὁ βεβλαμμένος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 40.

Greek Monolingual

νοοβλαβής, -ές (Α)
αυτός που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο-βλαβής, ψυχο-βλαβής].

German (Pape)

ές, am Verstande beschädigt, verrückt, Nonn.