νυκτοπλάνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η<br />αυτός που του αρέσει να περιπλανάται στη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυκτόβιος]], [[ξενύχτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύκτα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λαο</i>-[[πλάνος]].
|mltxt=ο, η<br />αυτός που του αρέσει να περιπλανάται στη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυκτόβιος]], [[ξενύχτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύκτα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), [[πρβλ]]. [[λαοπλάνος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που του αρέσει να περιπλανάται στη διάρκεια της νύχτας, νυκτόβιος, ξενύχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + -πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. λαοπλάνος.