νυκτοπλάνος
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
ο, η
αυτός που του αρέσει να περιπλανάται στη διάρκεια της νύχτας, νυκτόβιος, ξενύχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + -πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. λαοπλάνος.