πεταυριστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(32)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[πετευριστής]] Α [[πεταυρίζω]] / [[πετευρίζομαι]]]<br />[[ακροβάτης]] που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε [[πάνω]] σε [[πέταυρο]].
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[πετευριστής]] Α [[πεταυρίζω]] / [[πετευρίζομαι]]]<br />[[ακροβάτης]] που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε [[πάνω]] σε [[πέταυρο]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεταυριστής:''' οῦ ὁ досл. канатоходец, акробат, перен. прыгун Plin.
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 605] ὁ, der Seiltänzer, petaurista, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και πετευριστής Α πεταυρίζω / πετευρίζομαι]
ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο.

Russian (Dvoretsky)

πεταυριστής: οῦ ὁ досл. канатоходец, акробат, перен. прыгун Plin.