πεζούλι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(31)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> <b>αρχιτ.</b> λίθινο [[τοιχίο]] στο [[προαύλιο]] ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[κάθισμα]], [[αλλά]] και ως [[σημείο]] ίππευσης και αφίππευσης<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[τοίχος]] που συγκρατεί το [[χώμα]] σε κατωφερές [[έδαφος]], [[ανάλημμα]], [[αναβαθμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πέζα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σακ</i>-<i>ούλι</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> <b>αρχιτ.</b> λίθινο [[τοιχίο]] στο [[προαύλιο]] ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[κάθισμα]], [[αλλά]] και ως [[σημείο]] ίππευσης και αφίππευσης<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[τοίχος]] που συγκρατεί το [[χώμα]] σε κατωφερές [[έδαφος]], [[ανάλημμα]], [[αναβαθμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πέζα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλι</i> ([[πρβλ]]. [[σακούλι]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:54, 11 May 2023

Greek Monolingual

το
1. αρχιτ. λίθινο τοιχίο στο προαύλιο ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάθισμα, αλλά και ως σημείο ίππευσης και αφίππευσης
2. μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατωφερές έδαφος, ανάλημμα, αναβαθμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. σακούλι)].