παρωνύμως: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
(31)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[παρώνυμος]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[παρώνυμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρωνύμως:''' в порядке словопроизводства, применяя производное слово (π. [[ἀπό]] τινος λέγεσθαι Arst.).
}}
}}

Revision as of 01:44, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

παρωνύμως: Ἐπίρρ., παρὰ τὸ ὄνομα, ἐναντίον τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος ἐκεῖνος παρωνύμως Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε παρώνυμος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. παρώνυμος.

Russian (Dvoretsky)

παρωνύμως: в порядке словопроизводства, применяя производное слово (π. ἀπό τινος λέγεσθαι Arst.).