πορφυρόθεν: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[προέλευση]] από [[πορφύρα]], από αυτοκρατορική [[γενιά]] και [[περιβάλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βρεφό</i>-<i>θεν</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[προέλευση]] από [[πορφύρα]], από αυτοκρατορική [[γενιά]] και [[περιβάλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> ([[πρβλ]]. [[βρεφόθεν]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με προέλευση από πορφύρα, από αυτοκρατορική γενιά και περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. βρεφόθεν)].