ποθήκω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(33)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ποθάκω]] και [[ποθίκω]] Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[προσήκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποτί]] «[[προς]]» με [[αποκοπή]]) <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i>, με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- στο αντίστοιχο δασύ -<i>θ</i>- [[πριν]] από δασυνόμενη λ.].
|mltxt=και [[ποθάκω]] και [[ποθίκω]] Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[προσήκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποτί]] «[[προς]]» με [[αποκοπή]]) <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i>, με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- στο αντίστοιχο δασύ -<i>θ</i>- [[πριν]] από δασυνόμενη λ.].
}}
{{elru
|elrutext='''ποθήκω:''' дор. Dem. = [[προσήκω]].
}}
}}

Revision as of 02:24, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ποθήκω: Δωρ. ἀντὶ προσήκω, Χρησμ. παρὰ Δημ. 1072. 27, Ἐπιγραφ. Δελφ. BCH. 1894, 391, ἀρ. 99, 103, κτλ.

Greek Monolingual

και ποθάκω και ποθίκω Α
(δωρ. τ.) προσήκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἥκω, με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].

Russian (Dvoretsky)

ποθήκω: дор. Dem. = προσήκω.