νυκτοδεσπότις: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτοδεσπότις]], -ιδος, ἡ (Μ)<br />(για τη Σελήνη) η [[δέσποινα]], η [[κυρά]], η [[κυρίαρχος]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεσπότις]]).
|mltxt=[[νυκτοδεσπότις]], -ιδος, ἡ (Μ)<br />(για τη Σελήνη) η [[δέσποινα]], η [[κυρά]], η [[κυρίαρχος]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεσπότις]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοδεσπότις: -ιδος, ἡ, ἡ τῆς νυκτὸς δέσποινα, ν. κόρη, ἡ σελήνη, Θ. Πρόδρ. εἰς Ἀνδρ. Κομν. στ. 248.

Greek Monolingual

νυκτοδεσπότις, -ιδος, ἡ (Μ)
(για τη Σελήνη) η δέσποινα, η κυρά, η κυρίαρχος της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + δεσπότις].