ὀβολίας: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(28)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀβολίας]], ὁ (Α)<br />(δ. τ. του [[ὀβελίας]])<br /><b>1.</b> [[ψωμί]] ψημένο σε [[σούβλα]]<br /><b>2.</b> αυτός που πουλιέται έναν οβολό («[[ὀβολίας]] ἄρτους», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[ὀβολίας]], ὁ (Α)<br />(δ. τ. του [[ὀβελίας]])<br /><b>1.</b> [[ψωμί]] ψημένο σε [[σούβλα]]<br /><b>2.</b> αυτός που πουλιέται έναν οβολό («[[ὀβολίας]] ἄρτους», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβολίᾱς:''' adj. m ценой в один обол ([[ἄρτος]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 289] ἄρτος, ό, ein Brot, das für einen Obol verkauft wird, Ar. frg. bei B. A. 111, s. ὀβελίας.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβολίας: ἴδε ὀβελίας.

Greek Monolingual

ὀβολίας, ὁ (Α)
(δ. τ. του ὀβελίας)
1. ψωμί ψημένο σε σούβλα
2. αυτός που πουλιέται έναν οβολό («ὀβολίας ἄρτους», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. -ίας (πρβλ. οβελ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

ὀβολίᾱς: adj. m ценой в один обол (ἄρτος Arph.).