οισυουργός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰσυουργός]], -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰσύα]] «το [[φυτό]] [[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιν</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[οἰσυουργός]], -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰσύα]] «το [[φυτό]] [[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[λινουργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 10 May 2023

Greek Monolingual

οἰσυουργός, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λινουργός].