Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰσύα

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύα Medium diacritics: οἰσύα Low diacritics: οισύα Capitals: ΟΙΣΥΑ
Transliteration A: oisýa Transliteration B: oisya Transliteration C: oisya Beta Code: oi)su/a

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,
A = λύγος, osier, Poll.7.176, Suid.
II οἰ. ἀγρία, = ἑλξίνη, Ps.-Dsc.4.85.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
branche d'osier.
Étymologie: DELG évidemment, famille de ἴτυς, ἰτέα.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύα: ἡ, ὡς τὸ οἶσος, ἱμαντῶδες φυτόν, κατὰ Πολυδ. Ζ΄, 176 «οἰσύαι δὲ αἱ λύγοι», κατὰ δὲ Σουΐδ. «οἰσύα, ἡ ἰτέα», Γεωπ. 2. 6, 24· γνωστὸν τῷ Ὁμήρ., ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθέτ. οἰσύϊνος. (Ἴδε ἐν λ. ἰτέα).

Greek Monolingual

οἰσύα, ἡ (ΑΜ)
μσν.
το φυτό ιτιά
αρχ.
1. το φυτό λυγαριά
2. φρ. «οἰσύαἀγρία» — το φυτό ελξίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οίσος].

Greek Monotonic

οἰσύα: ἡ, δέντρο που ανήκει στο είδος της ιτιάς, λυγαριά.

Frisk Etymological English

-η See also: s. οἶσος.

Middle Liddell

οἰσύα, ἡ,
a tree of the osier kind.

Frisk Etymology German

οἰσύα: -η
{oisúa}
See also: s. οἶσος.
Page 2,370

German (Pape)

ἡ, wie οἶσος, ein weidenartiger Strauch, Bandweide, Vetera Lexica; = λύγος, Poll. 7.176.