ὀλιγοετής: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(28)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὀλιγοετής]], -ες και [[ὀλιγοετής]], -ές)<br />αυτός που διαρκεί ή ισχύει [[λίγα]] [[χρόνια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μικρή [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> / -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ετής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ὀλιγοετής]], -ες και [[ὀλιγοετής]], -ές)<br />αυτός που διαρκεί ή ισχύει [[λίγα]] [[χρόνια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μικρή [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> / -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), [[πρβλ]]. [[πολυετής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 320] ές, von wenig Jahren, χρόνος, Poll. 1, 58.

Greek Monolingual

-ές (Α ὀλιγοετής, -ες και ὀλιγοετής, -ές)
αυτός που διαρκεί ή ισχύει λίγα χρόνια
νεοελλ.
αυτός που έχει μικρή ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. πολυετής].