ολιγοεργής: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγοεργής]], -ές (Α)<br />(για το [[σώμα]]) αυτός που έχει μικρή [[δύναμη]] («τὸ [[σῶμα]] ὀλιγοεργές ἐστι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>εργής</i>].
|mltxt=[[ὀλιγοεργής]], -ές (Α)<br />(για το [[σώμα]]) αυτός που έχει μικρή [[δύναμη]] («τὸ [[σῶμα]] ὀλιγοεργές ἐστι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[πολυεργής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀλιγοεργής, -ές (Α)
(για το σώμα) αυτός που έχει μικρή δύναμη («τὸ σῶμα ὀλιγοεργές ἐστι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -εργής (< ἔργον), πρβλ. πολυεργής].