ονάς: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(29)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὀνάς, ἡ (Α) [[όνος]]<br />[[θηλυκός]] όνος.———————— <b>(II)</b><br />ὀνᾱς (Α) [[όνος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «δοῡλον, ἀνόητον, ἀχρεῑον».
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὀνάς, ἡ (Α) [[όνος]]<br />[[θηλυκός]] όνος.<br /> <b>(II)</b><br />ὀνᾱς (Α) [[όνος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «δοῡλον, ἀνόητον, ἀχρεῑον».
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ὀνάς, ἡ (Α) όνος
θηλυκός όνος.
(II)
ὀνᾱς (Α) όνος
(κατά τον Ησύχ.) «δοῡλον, ἀνόητον, ἀχρεῑον».