οξυωπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξυωπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) <i>ὀξυωπέστερον</i>, <i>ὀξυωπέστατα</i><br />με δυνατότερη ή με πολύ [[οξεία]] όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ωπής</i>].
|mltxt=[[ὀξυωπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) <i>ὀξυωπέστερον</i>, <i>ὀξυωπέστατα</i><br />με δυνατότερη ή με πολύ [[οξεία]] όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. [[πολυωπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀξυωπής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.)
2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα
με δυνατότερη ή με πολύ οξεία όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ωπής (< ὄπωπα), πρβλ. πολυωπής].