ορειτρεφής: Difference between revisions
From LSJ
(29) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρειτρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῑο», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), | |mltxt=[[ὀρειτρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῑο», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[αλιτρεφής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 10 May 2023
Greek Monolingual
ὀρειτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῑο», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλιτρεφής].