οπωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(29)
 
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπωρίζω]] (Α) [[οπώρα]]<br /><b>1.</b> [[συλλέγω]] καρπούς («τὰ γενναῑα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] φρούτα<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] από κάποιο [[δέντρο]] τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς [[φοίνικας]]», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ὀπωρίζω]] (Α) [[οπώρα]]<br /><b>1.</b> [[συλλέγω]] καρπούς («τὰ γενναῖα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] φρούτα<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] από κάποιο [[δέντρο]] τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς [[φοίνικας]]», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὀπωρίζω (Α) οπώρα
1. συλλέγω καρπούς («τὰ γενναῖα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», Πλάτ.)
2. τρώω φρούτα
3. αφαιρώ από κάποιο δέντρο τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς φοίνικας», Ηρόδ.).