Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οπωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(29)
 
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπωρίζω]] (Α) [[οπώρα]]<br /><b>1.</b> [[συλλέγω]] καρπούς («τὰ γενναῑα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] φρούτα<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] από κάποιο [[δέντρο]] τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς [[φοίνικας]]», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ὀπωρίζω]] (Α) [[οπώρα]]<br /><b>1.</b> [[συλλέγω]] καρπούς («τὰ γενναῖα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] φρούτα<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] από κάποιο [[δέντρο]] τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς [[φοίνικας]]», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὀπωρίζω (Α) οπώρα
1. συλλέγω καρπούς («τὰ γενναῖα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», Πλάτ.)
2. τρώω φρούτα
3. αφαιρώ από κάποιο δέντρο τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς φοίνικας», Ηρόδ.).