ορμηνεύω: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(29)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ ὁρμηνεύω)<br />[[συμβουλεύω]], [[καθοδηγώ]], [[νουθετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποδεικνύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μάρτυρας]] ορμηνεμένος» — [[μάρτυρας]] που καταθέτει ενώπιον του δικαστηρίου ό,τι του έχει υποδείξει ο [[διάδικος]] ο [[οποίος]] τον έχει προτείνει ως μάρτυρα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁρμηνεύει το [[πουλί]] την όρνιθα» — λέγεται για νεαρούς και άπειρους οι οποίοι δίνουν συμβουλές σε ενήλικες και πεπειραμένους<br /><b>μσν.</b><br />[[συνιστώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὁρμηνεύω</i> έχει σχηματιστεί από [[συνεκφορά]] της προσωπικής αντων. <i>σοῦ</i> με το ρ. [[ἑρμηνεύω]]: <i>σοῦ [[ἑρμηνεύω]] &GT; <i>σὀρμηνεύω</i> &GT; <i>ὁρμηνεύω</i> (<i>ου</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ε</i> &GT; <i>ο</i>), <b>πρβλ.</b> και <i>ἀρμηνεύω</i>].
|mltxt=(Μ ὁρμηνεύω)<br />[[συμβουλεύω]], [[καθοδηγώ]], [[νουθετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποδεικνύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μάρτυρας]] ορμηνεμένος» — [[μάρτυρας]] που καταθέτει ενώπιον του δικαστηρίου ό,τι του έχει υποδείξει ο [[διάδικος]] ο [[οποίος]] τον έχει προτείνει ως μάρτυρα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁρμηνεύει το [[πουλί]] την όρνιθα» — λέγεται για νεαρούς και άπειρους οι οποίοι δίνουν συμβουλές σε ενήλικες και πεπειραμένους<br /><b>μσν.</b><br />[[συνιστώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὁρμηνεύω</i> έχει σχηματιστεί από [[συνεκφορά]] της προσωπικής αντων. <i>σοῦ</i> με το ρ. [[ἑρμηνεύω]]: <i>σοῦ [[ἑρμηνεύω]] > <i>σὀρμηνεύω</i> > <i>ὁρμηνεύω</i> (<i>ου</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ε</i> > <i>ο</i>), <b>πρβλ.</b> και <i>ἀρμηνεύω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 15 January 2019

Greek Monolingual

(Μ ὁρμηνεύω)
συμβουλεύω, καθοδηγώ, νουθετώ
νεοελλ.
1. υποδεικνύω σε κάποιον κάτι
2. φρ. «μάρτυρας ορμηνεμένος» — μάρτυρας που καταθέτει ενώπιον του δικαστηρίου ό,τι του έχει υποδείξει ο διάδικος ο οποίος τον έχει προτείνει ως μάρτυρα
3. παροιμ. «ὁρμηνεύει το πουλί την όρνιθα» — λέγεται για νεαρούς και άπειρους οι οποίοι δίνουν συμβουλές σε ενήλικες και πεπειραμένους
μσν.
συνιστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὁρμηνεύω έχει σχηματιστεί από συνεκφορά της προσωπικής αντων. σοῦ με το ρ. ἑρμηνεύω: σοῦ ἑρμηνεύω > σὀρμηνεύω > ὁρμηνεύω (ου + ε > ο), πρβλ. και ἀρμηνεύω].